Για να δώσουμε όμως το λόγο στην ίδια, μέσω της απάντησης της στον Παύλο Καγιό:
«πριν από 15 χρόνια, όταν έψαχνα θέμα για ντοκιμαντέρ, ήρθα σε επαφή με έναν ‘‘επώνυμο’’, αλλά αυτός ζούσε από τις δάφνες του μύθου του κι εγώ σκέφτηκα: ‘‘Τι δουλειά έχω με τέτοιους ανθρώπους; Καμιά. Εγώ είμαι πάντα με τους ξυπόλητους’’. Και κίνησα γη και ουρανό για να τους βρω» και συμπληρώνει: «Καθετί πολιτικό με ενδιαφέρει από τα μικρά μου χρόνια. Κι αν δεν μπήκα στην Αντίσταση στα χρόνια της Κατοχής, είναι γιατί ήμουν πιτσιρίκα 12 χρόνων. Ετσι, αποφάσισα να κάνω αυτό το ντοκιμαντέρ για την ανώνυμη, άγνωστη γυναίκα της Εθνικής Αντίστασης, αυτή που δεν υπάρχει σε καμιά επίσημη ιστορία». Γι’ αυτές τις γυναίκες η Αλίντα Δημητρίου, σε άλλη συνέντευξή της που έδωσε αυτές τις ημέρες, λέει: «Βρήκα τις γυναίκες εκείνες που έφτιαξαν Ιστορία. Ολες εκείνες που περπατάνε πλάι μας στις πλατείες, στην αγορά, στα μανάβικα και δεν έχουμε ιδέα για ό,τι έκαναν, και αυτό γιατί ποτέ δεν ζήτησαν τίποτα. Απλά ξόδεψαν τα νιάτα τους για την πατρίδα τους και την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, δεν το μετάνιωσαν και είναι έτοιμες να ξανακάνουν το ίδιο. Και ας έχουν ψυχικές διαταραχές, ας είναι μερικές κουφές, ας έχουν ακόμη μερικές στο σώμα τους βόλια, ας βγάζουν έρπη όταν κάνουν αναμνηστικές εκδρομές. Μια από αυτές μου είπε: ‘‘Κοιμάμαι και ξυπνάω με τον θάνατο. Βλέπω στον ύπνο μου ότι με σκεπάζουν με χώμα”».
Σε ένα μικρό κείμενό της που κυκλοφόρησε ενόψει της προβολής της ταινίας, η Αλίντα Δημητρίου εξηγεί την απόφασή της να καταπιαστεί με το συγκεκριμένο θέμα: «Πριν από μερικά χρόνια στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ της Καλαμάτας παίχτηκε ένα ντοκιμαντέρ που αναφερόταν σε ένα κορυφαίο πολιτικό γεγονός, στην Επανάσταση των Γαριφάλων στην Πορτογαλία. Με εντυπωσίασε για δύο λόγους. Ο ένας, ο πιο σημαντικός, γιατί ήταν πολιτικό ντοκιμαντέρ και ο δεύτερος γιατί η παραγωγή του ήταν χαμηλού κόστους. Ο συνδυασμός αυτών των δύο με έκανε να αναρωτηθώ: Γιατί όχι και εμείς; Η πολιτική περίοδος που με έτρωγε ήταν το 1940-1950. Μια περίοδος από την οποία είχα βιώματα αλλά και που διαμορφώθηκε η πολιτική μου οπτική. Και δεν άλλαξα ακριβώς όπως δεν αλλάζεις –σε καμιά περίπτωση– τον πρώτο σου έρωτα».
Ζούμε σε μια περίοδο που η ιστορία ξαναγράφεται. Ξαναγράφεται για να σβήσει την ιστορική μνήμη του λαού μας, για να ξεχάσει ότι κάποτε όρθωσε το ανάστημα του απέναντι στην φτώχεια, τον πόλεμο, την αδικία, το φασισμό, την πείνα, την κατοχή. Η ιστορία αυτή επιβίωσε παρά την πλύση εγκεφάλου που επέβαλλαν στο λαό, την προπαγάνδα για τους ληστές, τους εαμοβούλγαρους, το παιδομάζωμα και τα κονσερβοκούτια. Επιβίωσε στόμα με στόμα, γενιά με γενιά, παρόλο που για δεκαετίες ήταν μια απαγορευμένη συζήτηση, ένα γεγονός που δε συνέβη ποτέ. Επιβίωσε στην αναγκαστική προσφυγιά στις Ανατολικές χώρες, στα ξερονήσια, στις φυλακές. Και αναγεννιέται κάθε φορά που ο λαός βγαίνει στο δρόμο. Και αν κάποια στιγμή η Εθνική Αντίσταση αναγνωρίστηκε, αυτό έγινε υπό το βάρος των λαϊκών αγώνων.
Και όπως συμβαίνει με όλα τα κεκτημένα, σήμερα τίποτε δε θεωρείται δεδομένο. Κι αν αυτές οι γυναίκες που ήταν χωρίς φωνή μπόρεσαν τελικά να μιλήσουν, κι αν αυτά τα γεγονότα δεν τα έσβησαν με σφουγγάρι οι κυρίαρχοι του κόσμου όπως τόσα άλλα, είναι γιατί βρέθηκαν άνθρωποι να τις ακούσουν.